- πετσέτα
- η(λ. ιταλ.), προσόψι, το: Καθένας στο τραπέζι έχει την πετσέτα του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πετσέτα — η, Ν 1. κομμάτι υφάσματος που χρησιμοποιείται κατά το γεύμα για να προστατεύει τα ενδύματα από λεκέδες και για να σκουπιστούν τα χέρια και τα χείλη 2. προσόψιο 3. νόμισμα τής Ισπανίας, η πεσέτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pezzetta] … Dictionary of Greek
μάπα — και μάππα, η (AM μάππα) νεοελλ. 1. άλλη ονομασία για το κοινό λάχανο, αλλ. κραμπολάχανο 2. ναυτ. η πόρπη 3. δερμάτινη σφαίρα γεμάτη μαλλιά ή άλλη ελαστική ύλη 4. πρόσωπο, φάτσα, μούρη 5. (γεωγραφικός χάρτης που επιπεδογραφεί τα δύο ημισφαίρια ή… … Dictionary of Greek
πετσετένιος — α, ο, Ν [πετσέτα] αυτός που μοιάζει στην υφή με πετσέτα … Dictionary of Greek
ποδεκμαγείον — και ποδεκμάγιον, τὸ, Α κομμάτι υφάσματος για το σκούπισμα τών ποδιών, πετσέτα για τα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ἐκμαγεῖον «πετσέτα»] … Dictionary of Greek
ποδόμακτρο — το / ποδόμακτρον, ΝΑ μάκτρο, πετσέτα για το σκούπισμα τών ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + μάκτρον «πετσέτα, χαλί για σκούπισμα»] … Dictionary of Greek
σαβανοφακιάριον — τὸ, Α πανί για το σκούπισμα τού προσώπου, πετσέτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάβανον + φακιάριον «πετσέτα για το πρόσωπο»] … Dictionary of Greek
σωματεκμαγείον — τὸ, Α πετσέτα τού λουτρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + ἐκμαγεῖον «πετσέτα»] … Dictionary of Greek
τραπεζόμακτρο — το, Ν (λογ. τ.) πετσέτα τραπεζιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραπέζι + μάκτρο(ν) «πετσέτα». Η λ., στον πληθ. τραπεζόμακτρα, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
χειρεκμαγείον — τὸ, Α χειρόμακτρο, πετσέτα χεριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + ἐκμαγεῖον «πετσέτα»] … Dictionary of Greek
χειρομάππιον — τὸ, Μ πετσέτα, προσόψιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + μάππιον (< λατ. mappa «πετσέτα» + κατάλ. ιον)] … Dictionary of Greek